χλωρανθρακικός

χλωρανθρακικός
-ή, -ό, Ν [χλωράνθρακας]
φρ. «χλωρανθρακικό οξύ»
χημ. οργανική χημική ένωση, χλωριωμένο παράγωγο τού ανθρακικού και τού μυρμηκικού οξέος, γνωστό και ως χλωρομυρμηκικό οξύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διφωσγένιο — (diphosgene). Χημική ουσία του τύπου ClCOOC Cl3 (χλωρανθρακικός τριχλωρομεθυλεστέρας). Είναι ελαιώδες, άχρωμο υγρό, του οποίου οι ατμοί προσβάλλουν έντονα τους πνεύμονες και τα μάτια. Έχει σημείο τήξης –57°C και βρασμού 128°C, διαλύεται εύκολα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”